Σάββατο 30 Οκτωβρίου 2010
Dzur Dinner - Ρέβες, σταφιδέλαιο και άλλα τινά
Δεν είναι και λίγα. Όχι ότι είναι -τα περισσότερα- τόσο απίθανο και δύσκολο να τα βρεις, αλλά βρε παιδί μου, κάποιες φορές κουράζεσαι και μόνο στην ιδέα ότι θα πρέπει να πάρεις τις ρούγες και ν' αρχίσεις να ψάχνεις.
Από τα λαχανικά, οι ρέβες ήταν το δυσκολότερο νομίζω. Είναι αυτά τα λευκά ραπανάκια που οι Άγγλοι τα λένε turnips. Τα αγαπημένα του Bauldrick δηλαδή. Έπρεπε να περιμένω την εποχή τους; Ή να τα αντικαταστήσω; Ή να τα χρυσοπληρώσω; Έπρεπε να πάρω σβάρνα τις λαϊκές αγορές και τα μανάβικα στο Κολωνάκι. Τα υπόλοιπα λαχανικά, τις καρδιές κοκκοφοίνικα ας πούμε (palmie hearts) ήξερα που θα τις πετύχω, στο διάδρομο με τις κονδέρβες σε μεγάλα σουπερμάρκετ ή σε ντελικατέσσεν. 'Οπως επίσης και τις πιπερίτσες πιμιέντο (ελαφρά καυτερές). Το κριθάρι δεν έκατσα καν να το σκεφτώ, πήρα ένα σακουλάκι σιτάρι, που ξέρω και να το μαγειρεύω και τελείωσε η υπόθεση.
Ένα από τα προϊόντα που ποτέ πριν δεν είχα αγοράσει και τώρα έπρεπε να τα αναζητήσω ήταν το χορσράντις, που στα ελληνικά το λένε καυτερό χρένο. Ανευρέθει σε ντελικατέσσεν, αν και νομίζω ότι το έχω δει και σε μικρότερα σουπερμάρκετ.
Η μεγαλύτερη πρόκληση όμως δεν ήταν ούτε η μαναβική, ούτε η μπακαλική. Η μεγαλύτερη πρόκληση ήταν τα λιπαρά. Εκτός από το ευλογημένο το ελαιόλαδο, ο κύριος Μπρουστ μας βομβαρδίζει με φυστικέλαιο, λάδι από σπόρους σταφυλιού και λίπος χήνας. Και καλά το φυστικέλαιο, το έχω αγοράσει κι άλλη φορά και μάλιστα γνωρίζω κι ένα από τα μυστικά του, στο τηγάνισμα πιτσιλάει σα διάολος. Αλλά το άλλο, από τα σταφυλοκούκουτσα; Εκεί ήμουν αρκετά τυχερή, διότι μια μέρα, καθώς έκανα τη βόλτα μου στο κέντρο βρέθηκα μπροστά σε ένα κατάστημα με είδη οικολογικής διατροφής κι ανάμεσά τους βρήκα κάτι που ονομαζόταν σταφιδέλαιο. Ρώτησα την ευγενέστατη κυρία που έχει το κατάστημα και καταλήξαμε κι οι δυο ότι αυτό ήταν που έψαχνα. Έδωσα τα ωραιότατα 6,48 ευρώ μου για 0,75 λίτρα λαδιού και γύρισα στο σπίτι ευτυχής.
Αλλά με το λίπος χήνας τι θα έκανα; Δεν είναι κάτι που το βρίσκεις εύκολα στην Ελλάδα, ούτε καν από σπόντα. Για το λίπος χήνας έπεσα στην ανάγκη των ειδικών: έβαλα μια συνάδελφο να ρωτήσει τον άντρα της που είναι σεφ, πού θα μπορούσα να βρω ένα βαζάκι, έστω 300 γραμμάρια. Κι όταν εκείνος μου είπε ότι μάλλον θα μπορούσα να βρω σε κάποιο ντελικατέσσεν, με δυσπιστία πήρα τηλέφωνο και ρώτησα.
Οι άνθρωποι ήταν ευγενέστατοι και πολύ καλοί στη δουλειά τους. Με ρώτησαν τι ήθελα ακριβώς, πόσο ήθελα και με πήραν οι ίδιοι τηλέφωνο, να μου πούν πότε θα ερχόταν οι παραγγελία. Όταν πήγα να το πάρω, ήταν ακόμα πιο ευγενικοί, παρά που είδαν ότι δεν ήμουν καμιά στρίντζω σεφ των Βορείων Προαστείων, αλλά ένα μισότρελο που ψάχνει να κάνει γαστριμαγικές ζημιές. Και τελικά, μάλλον θα επιστρέψω να πάρω ένα βαζάκι ακόμη. Αν όχι για άλλον λόγο, τόσο μόνο και μόνο γιατί τους ανάγκασα να κάνουν στοκ που πιθανότατα δε θα πουληθεί πριν την ημερομηνία λήξης του. Εφόσον υπήρξαν τόσο εξυπηρετικοί, νομίζω ότι είναι το σωστό εκ μέρους μου, να τους κάνω όσο περισσότερο τζίρο μπορώ.
Υπάρχει και κάτι άλλο που έπρεπε να το ψάξω, αλλά ειλικρινά, δεν είχα καν το κουράγιο: ζαχαρωμένα ροδοπέταλα. Καταρχήν δε πωλείται πουθενά αυτό το πράγμα ως έχει. Και για να το φτιάξω μόνη μου, ούτε λόγος. Δε μπορείς να χρησιμοποιήσεις στο φαγητό τα τριαντάφυλλα του εμπορίου, του ανθοπωλείου, γιατί είναι γεμάτα με φυτοφάρμακα. Πρέπει να βρεις είτε σπιτικά είτε να πας να ψάξεις τα βιολογικής καλλιέργειας. Κι έπειτα να τα κρατήσεις ζωντανά ως τη μέρα του γεύματος, να τα μαδήσεις προσεκτικά και να τα ζαχαρώσεις εξίσου προσεκτικά. Και να τα σερβίρεις προσεκτικότερα.
Γι' αυτό κι εγώ επέλεξα τη λύση της αντικατάστασης: αποφάσισα να τα αντικαταστήσω με αποξηραμένες φράουλες, που είναι πολύ πιο εύκολο να βρεθούν και να φαγωθούν Γιατί ως ένα σημείο, εκτός από το τι λέει το κείμενο ότι πρέπει να έχει μέσα το πιάτο, είναι και οι συνδαιτημόνες που καθορίζουν το περιεχόμενό του. Κι υποψιάζομαι ότι οι φίλοι που θα καθήσουν σε αυτό το τραπέζι θα βάλουν με λιγότερη δυσπιστία στο στόμα τους ένα φλοιδάκι αποξηραμένης φράουλας απ' ότι ένα ζαχαρωμένο ροδοπέταλο.
Κι αφού αποφασίσαμε τι θα φάμε και το αγοράσαμε κιόλας... Πάμε για τις δοκιμές.
English please?
The selection of products that I needed for the dinner was only the first of the difficulties of its reconstrunction. The second and most painful one was to find those products.
There are quite a few of them to look for. It’s not like it’s that hard to find, but hey, sometimes even the idea of going out and about searching gets me so tired.
Vegetable-wise, turnips were the hardest, I think. I.e. Bauldrick’s favorites. Should I wait for them to be in season? Or replace them with something else? Or pay a huge amount of money to acquire them? I had to search in the farmers' markets and grocery stores in Kolonaki. The other vegetables, palm tree hearts, I knew I would find in the canned fod departements of the large supermarkets or delicatessen shops. Same thing with the pimento peppers. As of barley, I didn’t even thought about it; I bought a package of wheat, which I know how to cook and the affair ended there.
One of the products that never before had I bought and now I had to look for, was the horseradish. I found it in a delicatessen, but I think I've seen it in smaller supermarkets, as well.
The biggest challenge, however, was neither the greengrocer’s, nor the supermarket’s items. The greatest challenge was fat. Apart from the blessed olive oil, Mr. Brust bombards us with peanut oil, grape seed oil and fat goose. The peanut oil was okay, I've purchased it before and I even know one of its secrets: when frying with it, it spatters like hell. But the other one, the grape seed extracted? I was quite lucky, because one day, as I was strolling downtown I found myself in front of a health food shop and among the other interesting items I found something called stafidelaio. I asked the kind lady who was running the shop about it and we both agreed that it was what I was looking for. I paid 6.48 euros for 0.75 liters and went home happy.
But what about the fat goose? It is not something you easily find in Greece. So I went for a specialist: I had a colleague of mine asking her husband who’s a chef, where I could find a jar of 300 gramms. And when he told me that I could probably find one at a delicatessen, I called and asked, in total disbelief.
People were polite and very good at their job. They asked me what I exactly wanted, how much of it and called me back to tell me when to go by to pick up the order. When I got it, they were even more polite, although they so that I wasn’t an arrogant would be chef, but a damage-inducing half-crazed food lover. To be honest, I’ll probably be back to buy one more jar. If not for any other reason, because they were forced to take some stock most that they likely will not sell before its expiration date. Since they were so helpful, I think that it’s only fair that I do so.
There was something else I had to look for, but honestly, I did not even have the courage to: candied rose petals. First I know not of a place that sells these. Second, no way I’m gonna make them myself. You can not use commercially bought roses from a flower shop, because they are filled with pesticides. I must either find a home grown bunch or look for organic farmed ones. And how do you keep them alive until the day of the meal, how do you carefully pluck them, petal by petal, how do you carefully sugar-coat them?
So I opted for a replacement: I decided to replace them with dried strawberries, which are more easily found and eaten. Because a point other than what the text says is that diners are sure to determine the course’s content. And I suspect that my friends that will be sitting at this table would put in their mouths a small piece of dried strawberry with little disbelief than a candied rose petal.
And once we decided what to eat and bought it... Shall we go for the tests?
Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2010
Κοράκι σε Άλικο Φόντο
Πέρσι τέτοιον καιρό, η παρέα πήρε μια μεγάλη χαρά: ο καλός φίλος Λευτέρης Κεραμίδας υπέγραψε με τον εκδοτικό οργανισμό Πατάκη την έκδοση του πρώτου βιβλίου του, με τίτλο "Κοράκι Σε Άλικο Φόντο". Πρόκειται για το πρώτο βιβλίο μιας τετραλογίας επικού φανταστικού, υπό το γενικό τίτλο "Γιοί της Στάχτης". Ήμουν από τους πολύ τυχερούς που έχουν διαβάσει ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου και μπορώ να σας πω, με το χέρι στην καρδιά, ότι μάλλον θα δούμε μεγάλες μέρες με δαύτο στο ελληνικό φανταστικό.
Αν νομίζεται ότι ο τίτλος είναι πιασάρικος ρίχτε μια ματιά και στο σχετικό ιστολόγιο, όπου περιγράφονται πολύ περισσότερα και με πολύ καλύτερο τρόπο. Συγκεκριμένα σε αυτήν την ανάρτηση θα βρείτε ένα σύνδεσμο απ' όπου μπορείτε να κατεβάσετε το πρώτο κεφάλαιο του μυθιστορήματος, έτσι για να δείτε τι παίζει. Μάλιστα ο Λευτέρης είχε την εξαιρετική τύχη να είναι φίλος με έναν καταπληκτικό κύριο που λέγεται Ozzo και που αγάπησε τόσο το βιβλίο που να του φτιάξει τους χάρτες του. Η τέχνη του κυρίου αυτού είναι τέτοια που και να μη διαβάζετε φανταστικό, θα σας γοητέψει. Για να μη μιλήσουμε για τον κύριο του έφτιαξε το εξώφυλλο, το Γιώργο Ναζλή. Να πάτε στην προσωπική του ιστοσελίδα και να χαζέψετε.
Μάθαμε λοιπόν την προηγούμενη εβδομάδα, ότι επιτέλους, το βιβλίο πήγε τυπογραφείο και χτες είπαμε να πιούμε ένα καφεδάκι, η παλιοπαρέα. Δυστυχώς δεν ήμασταν όλοι, μόνο τέσσερις. Αλλά και οι τέσσερις που ήμασταν, το καταφέραμε τελικά το θαύμα μας.
Αυτό είναι ότι απέμεινε από μια τούρτα black forest, με σαντιγύ και Κουμανταρία, σε σχήμα κορακιού. Τέλος πάντων, όχι οποιουδήποτε κορακιού, αλλά του κορακιού που υπάρχει στο εξώφυλλο του βιβλίου. Και φυσικά, μια τούρτα που την έφτιαξα εγώ. Με τα χεράκια μου.
Ε, εντάξει, μην τρελαθούμε κιόλας. Δεν την έφτιαξα όοοολη με τα χεράκια μου. Έτοιμο παντεσπάνι κι έτοιμη σαντιγύ κι έτοιμη κομπόστα κεράσι. Αλλά.
Αλλά, τύπωσα σε μεγέθυνση το κοράκι του εξωφύλλου, το έκοψα με το ψαλίδι, χαρτοκοπτική, το καρφίτσωσα πάνω στο παντεσπάνι και έδωσα στο παντεσπάνι το σχήμα του κορακιού, κόβοντας το περίγραμμα με πολύ κοφτερό μαχαιράκι. Έπειτα έβγαλα μια δεύτερη μικρότερη εκτύπωση και σχεδίασα ένα μικρό κοράκι με σοκολάτα, για το στόλισμα. Κι επίσης τύπωσα και τον τίτλο του βιβλίου (με μια απίθανη γραμματοσειρά) και το σχεδίασα κι αυτό με σοκολάτα.
Εκεί που μου χάλασε λιγάκι η προσπάθεια ήταν στο απ' έξω. Δηλαδή έπρεπε το φόντο του κορακιού να είναι άλικο. Ε, η υποφαινόμενη μπέρδεψε τις δοσολογίες κι αντί για τρία-τέσσερα μπουκαλάκια κόκκινου χρώματος ζαχαροπλαστικής, αγόρασε μόνο ένα. Και το αποτέλεσμα...
Κι όμως ο καημένος ο Λευτέρης κουβέντα δεν είπε. Τέτοιος άνθρωπος είναι. Κι ευτυχώς κι η καζούρα δεν ήταν και τόση όση θα περίμενα.
Καλοτάξιδο ας είναι το βιβλίο σου, φίλε μου. Κι όταν τυπωθεί η πολλοστή του χιλιάδα, θα σου φτιάξω και μια τούρτα Best Seller.
Promise. :)
Παρασκευή 22 Οκτωβρίου 2010
Dzur Dinner - Κατά φαντασίαν επιλογή
Το νούμερο ένα πρόβλημα λοιπόν, θα ήταν να υπάρχει στο γεύμα κάτι που δεν υπάρχει στην πραγματικότητα. Και «κάτι τέτοια» υπήρχαν πολλά.
Η πρώτη δυσκολία ήταν το τυρί. «Σερτάλια» το λέει ο Μπρουστ, σα να λέμε «κεφαλογραβιέρα». Μόνο που το Σερτάλια δε μοιάζει σε τίποτε με κεφαλογραβιέρα. Για την ακρίβεια η περιγραφή του είναι η εξής*:
[…] το λένε Σερτάλια -ένα πολύ μαλακό τυρί που το αλείφεις αντί να το κόψεις,
και το οποίο είχε γεύση που θύμιζε άγριο θρούμπι και κάτι γλυκό. Επίσης
γαργαλούσε ελάχιστα την άκρη της γλώσσας.
Υπάρχει άραγε τυρί με αυτές τις ιδιότητες στην ελληνική αγορά; Θα μπορούσε να μοιάζει λιγάκι με το ανθότυρο (λίγο γλυκό και πολύ μαλακό) αλλά δεν το αλείφεις κιόλας, ούτε κι έχει μυρωδιά από θρούμπι, ούτε και τσιμπάει λίγο στη γλώσσα. Το κατίκι πάλι έχει τις άλλες μισές ιδιότητες: τσιμπάει στη γλώσσα και αλείφεται, ωστόσο ούτε κι αυτό έχει τη μυρωδιά από θρούμπι.
Η λύση εδώ είναι αρκετά απλή, παρά που κλέβω λιγάκι στο παιχνίδι για να την καταφέρω: ένα μείγμα τυριών, ανθότυρο και κατίκι, με ελάχιστο θρούμπι μέσα για να έχουμε όλα τα ζητούμενα σε μια μπουκιά. Φυσικά οι αναλογίες είναι πρόβλημα και θα χρειαστώ αρκετές προσπάθειες για να καταφέρω αυτό ακριβώς που περιγράφεται.
Ένα άλλο είδος τυριού, το τυρί νίθλαν, είναι πολύ πιο εύκολο να αντικατασταθεί, κι αυτό γιατί η περιγραφή του είναι σύντομη κι όχι πολύ περιεκτική:
[…] οξύ και μοσχάτο […]
και τρίβεται πάνω από μια σαλάτα. Λίγο δύσκολο να μην αναγνωρίσεις την παράξενη δυνατή γεύση της ώριμης παρμεζάνας. Το δυνατό τσένταρ επίσης θα μπορούσε να ανταποκρίνεται, όμως δεν είναι τυρί για τρίψιμο. Το παράδοξο εδώ είναι μάλλον λογοτεχνικό κι όχι γαστρονομικό: η μεγάλη και λεπτομερής περιγραφή, αντί να βοηθήσει, δυσχεραίνει το έργο του μάγειρα. Ενώ η σύντομη και λιτή, αφήνει περισσότερα στη φαντασία και διευρύνει τη λίστα των υλικών με τα οποία μπορείς να δουλέψεις.
Μια δεύτερη δυσκολία είναι τα διάφορα φρούτα και ξηροί καρποί που κάποιες φορές δεν περιγράφονται καν. Και δεν είναι ένα και δύο. Μετρείστε: rednuts, tartberries, goslingroot, ένα ψάρι ονόματι longfish, flatnuts, brittleberries, whiteblossom, honeykeolsch.
Αν εσείς ζαλιστήκατε, δικαίως εγώ πήγα να λιποθυμήσω. Ευτυχώς τα περισσότερα δεν απαιτούνται για την αναπαραγωγή του γεύματος, παρά μόνο για μια ιδέα σχετικά με το πώς μυρίζει το ένα ή το άλλο τρόφιμο. Από τη μια τα περισσότερα είναι αρκετά περιγραφικά από μόνα τους: ας πούμε το whiteblossom δε μπορεί παρά να είναι κάποιο μικρό λευκό άνθος, όπως -λέω τώρα- η σαμπούκα ή το χαμομήλι. Από την άλλη, όμως, έχουμε και κάποια για τα οποία η περιγραφή δε βοηθά: εντάξει, το ψάρι είναι μακρύ. Αλλά ποιο από τα μακρόστενα ψάρια; Χέλι; Ξιφίας; Ζαργάνα; Και το goslingroot, που είναι και το συνοδευτικό του ψαριού; Τι σόι κόνδυλος είναι; Ρέβα ή καρότο; Κάποιο είδος πατάτας ίσως, γλυκοπατάτα ή κάτι τέτοιο; Ή μήπως κάποιο είδος σπαραγγιού (αν θέλω να παραβλέψω τη λέξη root με γνώση των συνεπειών του νόμου);
Και οι ξηροί καρποί; Εκείνο που πρέπει οπωσδήποτε να χρησιμοποιήσω είναι το rednut. Ένας κόκκινος καρπός σαν καρύδι. Φιστίκι πεκάν; Καλή η προσπάθεια αλλά όχι. Διότι σε κάποιο άλλο σημείο, ο συγγραφέας αναφέρεται στα πεκάν με το όνομά τους. Οπότε δεν είναι πεκάν. Εδώ ελλοχεύει και η τεμπελιά μου, κρυμμένη, πίσω από την σκέψη ότι έχω να ψάξω πολλά άλλα πράγματα, ας μην ψάξω κι αυτό. Μήπως να αντιστοιχήσω το rednut με πεκάν και να τελειώνει η υπόθεση εκεί; Ή να κάνω το απλούστερο, να χρησιμοποιήσω αμύγδαλα ή φουντούκια και να τα βάψω κόκκινα με βαφή ζαχαροπλαστικής;
Κι ύστερα είναι και τα κρασιά. Ένα παγωμένο Ντεφρίνα ή ένα Άιλορ Φενάριο επιδορπίου, ένα Κοιλάδα Μπρέσκα, ένα Πυμίν ή ένα Λεσκόρ από το Γκουιντσέν… Αλλά για τα κρασιά θα χρειαστώ μια ολόκληρη, ξεχωριστή ανάρτηση.
English please?
When I started recreating this meal, my most feared issue was the matching of real and imaginary. Because of the book taking place on an entirely fictional world, any writer (let alone Brust who’s a good writer) would try to add gusto to the narrative and descriptions, using fictitious names and things that their only goal is to increase the exotic feeling.
So problem number one would be the meal involving something that does not exist in reality. And “somethings” like that were many.
The first difficulty was the cheese. “Sertalia” says Brust, as if “Gruyere”. Only the Sertalia is in no way like Gruyere. In fact the description is as follows*:
[...] called Sertalia—a very soft cheese that you spread, rather than slice, and
that had a flavoring reminiscent of wild savory, and a bit of sweetness. It also
produced just the least tingle on the tip of the tongue.
Is there a cheese with such properties in the Greek market? It seems a bit like the anthotyro cheese (a little sweet and very soft, like a shaped ricotta) but it’s not spready and doesn’t smell of savory and doesn’t tingle the tongue. On the other hand katiki cheese, regional of the Domokos area in Greece, has the rest of the wanted qualities: it tingles the tongue and it’s spready, but even this doesn’t smell of savory.
The solution here is quite simple, although I am cheating a bit: a mix of cheeses, anthotyro and katiki, with just a pinch of dried savory, to have all the requested qualities in a mouthful. Naturally the ratio of the ingredients is a problem and I’ll need a few tries to achieve the described result.
Another type of cheese, cheese nithlan is much easier to replace, and this is because the description is brief and not very, well, descriptive. It’s
[...]sharp and musky [...]
and grated over a salad. It’s impossible not to recognize the strong taste of the bizarre mature taste of parmesan. Strong cheddar could also do, but it’s not for grating. The paradox here is a literary one rather than gourmet one: instead of helping out, the long and detailed description complicates the work of the cook. While the short and simple leaves more to the imagination and elongates the list of materials you can work with.
A second difficulty is the different fruits and nuts that are sometimes not even described. And it’s not like there are one or two of them. Count with me: rednuts, tartberries, goslingroot, a fish called longfish, flatnuts, brittleberries, whiteblossom, honeykeolsch.
If you are stunned, I reserve the right to faint. Fortunately most of them are not necessary to reconstruct the meal, except from helping to identify the various smells. Some are most descriptive by themselves: for example, whiteblossom can only be a small white flower, like sambuca and chamomile. On the other hand, some of the descriptions don’t help at all: Okey, the fish is long. But which of the elongated fish? Eeel? Swordfish? Needlefish? And what about goslingroot, side dish to the fish? What kind of a root is it? White turnip or carrot? Some kind of potato, sweet potato or something? Or maybe some kind of asparagus (if you unashamedly ignore the word “root” on its name)?
And the nuts? What I must use is rednut. A red fruit like a nut. Pecan nut? Nice trying but no. At some other point, the author refers to pecans by their name. So pecan exists in the Brust universe. Here lurks my laziness, hidden behind the idea that I can do research for many other things, but I don’t want to research that. Should I say the rednut is pecan and end the matter there? Or should I do the simplest cheat, use almonds or hazelnuts and red food colouring?
Then there are the wines. A chilled Defrina, an Ailor Fenario dessert wine, a Doe Valley Brescia, a Pymin or a Lescor from Guinchen... But for the wines I’ll be needing a post per se.
*Οι ερασιτεχνικές μεταφράσεις δικές μου. / The amateur translation credits go to me
Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2010
Dzur Dinner Reconstructed
Σκέφτηκα λοιπόν, το εξής: Γιατί η επόμενη συγκέντρωση φίλων που θα γίνει σπίτι μου να μην έχει ένα χρώμα κι άρωμα φανταστικό; Το σκεφτόμουν αρκετό καιρό, να πω την αλήθεια, αλλά δεν υπήρχε κάποια ιδέα που να μου αρέσει τόσο ώστε θέλω πραγματικά να την προσφέρω σ' αυτούς που αγαπώ ως έδεσμα κι απόλαυση.
Μέχρι που έπεσε στα χέρια μου, αρχές Σεπτεμβρίου, αυτό το βιβλίο:
These days my friends and I talk about a cooking reality show. All of us are fans of fantasy literature, so we all offered several ideas for cuttlefish a la Cthulhu, grilled sandworm with spices and bruscetta with lembas bread.
So here’s what I thought: why shouldn’t the next gathering of friends at my place have a fantasy theme? To tell the truth, I’ve been thinking about it for quite some time, but there wasn’t any idea to love so much that I would really want to offer to my friends. An idea for them to both eat and delight.
Until on early September, this book fell into my arms:
As you can tell from the picture, it's Dzur, by Steven Brust, the tenth book in the fantasy noir series, starring Vlad Taltos. Generally Brust has a soft spot for strange narrative techniques: for example, in "Teckla", the third book in the series, the preface is a note from the hero to the guy who has the local laundry (gray shirt with a wine stain on right sleeve, grease stain on the left sleeve and a tear on the right cuff, etc.). When you start the story, you note that any reference to a stain or tear is explained in the chapter, such was the sleeve stained with wine, such was the sleeve stained with fat, such was the cuff torn. And while you know what you’re going to see (e.g. clean the stain of blood on the trousers), you never know how this is going to happen and this stimulates the pleasure of reading.
In Dzur, Broust has found new literature toys to play with. It begins with Vlad sitting at his favorite restaurant with a Dzurlord as dinner companion. Then at the beginning of each chapter, he describes a part of the meal, with so much tenacity, detail and love that ...
... that, well, I decided that this was the idea I was waiting to find and recreate.
Thus, and while perhaps I shouldn’t spoil the surprise to those who will ultimately sit on that table with me, little by little, I will gather all the preparations and adjustments I will have to make and I will talk about that meal in public.
Needless to say I'm infatuated with the prospect of a Dzur Dinner Reconstructed. I am intrigued by the prospect of things I need to make by myself, I sit and think what and with what I could replace, how I want them to be displayed. Brust has managed to become utterly descriptive, even when it comes to wine: I guess it won’t be difficult for a sommelier to find the wines that are described.
As for the food ... Trust me.
This meal will be served five Sundays from today, on November 21, five days after my birthday. Until then, and every Sunday, I will be uploading something about the meal, either the content or the problems and ideas of its reconstruction.
Wish me lack?